-
1 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
2 плата
плат||аж ἡ πληρωμή:арендная \плата τό ἐνοίκιον, τό πάχτος· квартирная \плата τό ἐνοίκιο[ν], τό νοίκι· заработная \плата ὁ μισθός, ἡ μισθοδοσία, οἱ ἀποδοχές· \плата за вход ἡ τιμή ἐΐσόδοο, τό είσιτήριο[ν]· \плата· за обучение τά δίδακτρα· поденная \плата· τό ήμερομίσθιο[ν], τό [ή]μεροδοῦλι, τό μεροκάματο· за \платау ἐπί πληρωμή. -
3 внести
-су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
2. εγγράφω, καταχωρώ•внести в список εγγράφω στον κατάλογο.
3. πληρώνω•внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•
внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.
4. (επι)φέρω, προκαλώ•внести замешательство φέρω σύγχυση•
внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.
5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•внести предложение κάνω πρόταση•
-законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.
εκφρ.- ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.